ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΙΚΟ ΨΥΧΟΔΡΑΜΑ

Το συστημικό ψυχόδραμα αποτελεί μέρος μιας ολοκληρωμένης εκπαίδευσης σε μια μορφή βιωματικής-αφηγηματικής συστημικής ψυχοθεραπείας. Εφαρμόζεται με διάφορες παραλλαγές στη θεραπεία όλου σχεδόν του φάσματος των ψυχικών διαταραχών, αλλά και σε ανθρώπους που επιδιώκουν αυτογνωσία και ενημερότητα στην ανθρώπινη επικοινωνία. Χρησιμοποιείται όχι μόνο στο πλαίσιο θεραπευτικής ομάδας, αλλά και στη θεραπεία οικογένειας, ζεύγους, δικτύου και ατομικά.

 

Οι πρώτες εφαρμογές συστημικού ψυχοδράματος στο πλαίσιο των συστημικών ψυχοθεραπειών έγιναν από τη V. Satir (παίξιμο ρόλων, προσομοιώσεις, γλυπτό, «πάρτυ των μερών του εαυτού», οικογενειακή ανακατασκευή) και συνεχίστηκε από πολυάριθμους θεραπευτές (όπως Chasin, Roth, Bograd, Williams, Farmer, ο Pluymaekers με το«γενεόγραμμα τοπίου» κ.ά.)

 

Όταν το συστημικό σκέπτεσθαι εφαρμόζεται στο κλασικό ψυχόδραμα του Moreno χρειάζεται να τροποποιηθούν κάποιες τεχνικές, να επαναπροσανατολιστούν οι στόχοι και να αλλάξει ριζικά ο τρόπος κατανόησης των τεκταινομένων. Από το να αναζητούνται ατομικά χαρακτηριστικά, η έμφαση δίνεται στο σχετίζεσθαι σε συγκεκριμένο πλαίσιο. Ενώ ξεκαθαρίζονται τρόποι επικοινωνίας (Bateson) και δομής των σχέσεων (Minuchin, Bowen), συνκατασκευάζονται νέες πλατύτερες αφηγήσεις που συμπεριλαμβάνουν ό,τι παραλείπεται και κυρίως εξαιρέσεις υγείας και δύναμης (White). Αυτό όμως που προέχει είναι ότι η αλλαγή αναμένεται από το άνοιγμα των διαλόγων (Seikkula), μια και είμαστε οι διάλογοί μας  κατά τον Bakhtin. Δημιουργούνται έτσι νέα βιώματα που συν-κινούν τους συμμετέχοντες, ώστε να μπορούν να επιλέξουν οι ίδιοι τις κατευθύνσεις που προτιμούν (ηθική αρχή του von Foerster).

 

Το επιστημολογικό υπόβαθρο συμπεριλαμβάνει εκτός των συστημικών και βασικές αρχές από τον   πραγματισμό, τον κονστρουκτιβισμό, τον κοινωνικό κονστρουξιονισμό. Χρησιμοποιούμε ένα ιδιαίτερο είδος θεραπευτικής συνομιλίας, το οποίο έχουμε ονομάσει «συνθετικό διάλογο αναγνώρισης»  που αναδεικνύει ευκολότερα τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων ως στοιχεία αμοιβαίου εμπλουτισμού.

 

Η  στάση του θεραπευτή είναι ανοιχτά συνεργατική. Επικοινωνείται θαυμασμός και δημιουργική περιέργεια για τα τεκταινόμενα (Cecchin), θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει το καλύτερο που μπορεί σύμφωνα με τις εμπειρίες του. Κατά τη διαδικασία ακολουθούνται συνεχώς τα αιτήματα των πελατών για το τι θα διερευνηθεί, αποφεύγοντας όρους παθολογίας, αμυνών και αντιστάσεων. Η μέθοδος δίδει έμφαση στο βίωμα όλων όσων συμμετέχουν στη συνεδρία. Το σώμα χρησιμοποιείται πρωταρχικά για ενημερότητα, παρατηρώντας αισθήσεις και κινήσεις που συνήθως διαφεύγουν της προσοχής. Ακολουθείται ενεργά η ροή σωματικών αισθήσεων και συναισθημάτων, για την ευόδωση νέων εμπειριών συγκίνησης που προηγούνται της αλλαγής. Δίδεται έμφαση στη σωματική έκφραση, αλλά και στην εικαστική, όπως και σε βίωση διαφορετικών συνειδησιακών καταστάσεων (όνειρα, ύπνωση κ.ά.). Παρακάμπτοντας έτσι την ψηφιακή γλώσσα με τις συνακόλουθες εκλογικεύσεις, ευοδώνουμε την προγλωσσική «συναισθηματική εναρμόνιση» (D. Stern).

 

Θεωρούμε όμως, ότι αν το βίωμα αφεθεί χωρίς συζήτηση θα οργανωθεί έτσι και αλλιώς αυτόματα από τα υπάρχοντα σχήματα σκέπτεσθαι, που ενδεχομένως οδηγούν σε δυσλειτουργίες. Γι’ αυτό μετά τις βιωματικές τεχνικές δίδουμε έμφαση στη συζήτηση για ό,τι φαίνεται αδιέξοδο,  κενό ή αντιφατικό, αποφεύγοντας ερμηνείες και παρέχοντας ιδέες (όταν ζητηθεί και με κάθε επιφύλαξη). Επιδιώκουμε να «διαλύουμε» προβλήματα, αντί απλά να τα επιλύουμε (Goolishian), ανοίγοντας αμοιβαία προκαταλήψεις, μοιραζόμενοι τις σκέψεις των θεραπευτών και των γραπτών σημειώσεων τους (White, Epston), ώστε να ανακατασκευάζονται λειτουργικότερα οι αφηγήσεις για τον εαυτό μας και τον κόσμο. Έχουμε αναπτύξει γι’ αυτόν το σκοπό ένα ιδιαίτερο τρόπο θεραπευτικής συζήτησης, τους «συνθετικούς διαλόγους αναγνώρισης» (Μετάλογος, 19).

 

Αχιλλέας Προκοπίου